- αλλόφρονας
- οαυτός που έχασε το νου του, έξαλλος: Τη μέρα εκείνη ήταν αλλόφρονας από χαρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πάρετος — ον ΜΑ [παρίημί] 1. χαλαρός, παράλυτος, παραλυμένος («μέχρι ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ ζῷον», Διόδ.) 2. άτονος, νωθρός 3. τρελός, αλλόφρονας … Dictionary of Greek
αλλοφρονώ — ησα, είμαι ή γίνομαι αλλόφρονας: Τον είδε να αλλοφρονεί από λύπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)